- σαλκᾶ
- σαλκᾶ (gen. sg.),A a fragrant oil, Aët. 1.135, 12.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλκά — Α φρ. «ἔλαιον τοῡ σαλκᾱ» είδος αρωματικού ελαίου … Dictionary of Greek
Λάξνες, Χάλντορ Κίλιαν — (Halldόr Kiljan Laxness, Ρέικιαβικ 1902 – 1998). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Κίλιαν Γκούντγιονσον (Halldόr Kiljan Gudjόnsson). Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ο Λ. εκδήλωσε από νεαρή ηλικία εξαιρετική ευαισθησία… … Dictionary of Greek